- Συβαριτικοί
- Συβαρῑτικοί , Συβαριτικόςof Sybarismasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συβαριτικός — ή, ό / συβαριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σύβαρις / Συβαρίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σύβαρι ή στους κατοίκους της 2. φρ. «συβαριτικοί λόγοι» μύθοι που διέφεραν από τους αισώπειους ως προς το ότι οι ήρωές τους δεν είναι ζώα, αλλά… … Dictionary of Greek